- ἀγαθοεργός
- ἀγαθοεργόςdoing goodmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγαθοεργός, ο — αγαθοεργός, ή, ό αυτός που κάνει ευεργετικές πράξεις, αγαθοεργίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαθοεργός — ή, ό (Α ἀγαθοεργός, όν και ουργός, όν) αυτός που κάνει καλές πράξεις, που ασκεί τη φιλανθρωπία χωρίς αντάλλαγμα, ελπίδα ανταπαδόσεως ή μειωτική επιρροή σ’ αυτόν που ευεργετεί, φιλάνθρωπος, ευεργετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγαθός + εργός < έργον. ΠΑΡ … Dictionary of Greek
ἀγαθοεργόν — ἀγαθοεργός doing good masc/fem acc sg ἀγαθοεργός doing good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθουργόν — ἀγαθοεργός doing good masc/fem acc sg ἀγαθοεργός doing good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοεργοί — ἀγαθοεργός doing good masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοεργούς — ἀγαθοεργός doing good masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθοεργῷ — ἀγαθοεργός doing good masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθουργούς — ἀγαθοεργός doing good masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθουργά — ἀγαθοεργός doing good neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθουργῶς — ἀγαθοεργός doing good adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)